- ὑποκρατήσαντα
- ὑπό-κρατέωto be strongaor part act neut nom/voc/acc plὑπό-κρατέωto be strongaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκρατώ — έω, ΜΑ κρατώ κάτι κρυφό, για τον εαυτό μου («μήδ ἄχρι ἑνὸς ὀβολοῡ τῶν βασιλικῶν ὑποκρατήσαντα χρημάτων», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ώστε να μείνει κλειστό 2. καταστέλλω, συγκρατώ … Dictionary of Greek